Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
sollicit|eur (solliciteuse) [sɔlisitœʀ, øz] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
- solliciteur (solliciteuse)
- supplicant τυπικ
στο λεξικό PONS
solliciteur (-euse) [sɔlisitœʀ, -øz] ΟΥΣ αρσ, θηλ
- solliciteur (-euse)
-
solliciteur (-euse) [sɔlisitœʀ, -øz] ΟΥΣ αρσ, θηλ
- solliciteur (-euse)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- soliloque
- soliloquer
- solipède
- solipsisme
- soliste
- solliciteur
- sollicitude
- sol-mer
- solo
- sol-sol
- solstice