Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
qualitat|if (qualitative) [kalitatif, iv] ΕΠΊΘ
qualitatif étude, enquête:
- qualitative
-
στο λεξικό PONS
qualitatif (-ive) [kalitatif, -iv] ΕΠΊΘ
qualitatif analyse:
- qualitatif (-ive)
- qualitative
- différence qualitative
- qualitative difference
- qualitative
-
qualitatif (-ive) [kalitatif, -iv] ΕΠΊΘ
qualitatif analyse:
- qualitatif (-ive)
- qualitative
- différence qualitative
- qualitative difference
- qualitative
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- différence qualitative
- qualitative difference
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- quadruplex
- quai
- quaker
- quakerisme
- qualifiable
- qualitative
- qualitativement
- qualité
- qualiticien
- quand
- quant