pythagoric|ien (pythagoricienne) [pitaɡɔʀisjɛ̃, ɛn] ΕΠΊΘ ΟΥΣ αρσ (θηλ)
- pythagoricien (pythagoricienne)
-
- Pythagorean philosophy
- pythagoricien/-ienne
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.