Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
pudiquement [pydikmɑ̃] ΕΠΊΡΡ
1. pudiquement (chastement):
- pudiquement
-
2. pudiquement (par timidité ou discrétion):
- pudiquement
-
3. pudiquement (en termes pudiques):
- pudiquement
-
στο λεξικό PONS
pudiquement [pydikmɑ̃] ΕΠΊΡΡ
1. pudiquement (par euphémisme):
- pudiquement
-
2. pudiquement (chastement):
- pudiquement
-
pudiquement [pydikmɑ͂] ΕΠΊΡΡ
1. pudiquement (par euphémisme):
- pudiquement
-
2. pudiquement (chastement):
- pudiquement
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- pucelage
- pucelle
- puceron
- pucier
- pudding
- pudiquement
- puer
- puériculteur
- puériculture
- puéril
- puérilement