Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
psy [psi] ΟΥΣ αρσ θηλ οικ συντομ
psy → psychanalyste
- psy
- shrink οικ
- psy
-
psychanalyste [psikanalist] ΟΥΣ αρσ θηλ
-
- psy αρσ θηλ οικ
-
- psy αρσ θηλ οικ
στο λεξικό PONS
psy [psi] ΟΥΣ αρσ θηλ οικ
- psy
-
I. psychologue [psikolɔg] ΕΠΊΘ
II. psychologue [psikolɔg] ΟΥΣ αρσ θηλ
psychiatre [psikjatʀ] ΟΥΣ αρσ θηλ
psychanalyste [psikanalist] ΟΥΣ αρσ θηλ
-
- psy αρσ
-
- psy αρσ θηλ
psy [psi] ΟΥΣ αρσ θηλ οικ
psy συντομογραφία: psychanalyste, psychiatre, psychologue
- psy
-
I. psychologue [psikolɔg] ΕΠΊΘ
II. psychologue [psikolɔg] ΟΥΣ αρσ θηλ
psychiatre [psikjatʀ] ΟΥΣ αρσ θηλ
psychanalyste [psikanalist] ΟΥΣ αρσ θηλ
-
- psy αρσ θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.