Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
phénomén|al (phénoménale) <αρσ πλ phénoménaux> [fenɔmenal, o] ΕΠΊΘ
- phénoménal (phénoménale)
-
στο λεξικό PONS
phénoménal(e) <-aux> [fenɔmenal, o] ΕΠΊΘ a. ΦΙΛΟΣ
phénoménal(e) <-aux> [fenɔmenal, -o] ΕΠΊΘ a. ΦΙΛΟΣ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.