Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. phénic|ien (phénicienne) [fenisjɛ̃, ɛn] ΕΠΊΘ
- phénicien (phénicienne)
-
II. phénic|ien ΟΥΣ αρσ
phénic|ien αρσ ΓΛΩΣΣ:
Phénic|ien (Phénicienne) [fenisjɛ̃, ɛn] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
- Phénicien (Phénicienne)
-
στο λεξικό PONS
phénicien(ne) [fenisjɛ̃, jɛn] ΕΠΊΘ
- phénicien(ne)
-
phénicien [fenisjɛ̃] ΟΥΣ αρσ
- phénicien
-
Phénicien(ne) [fenisjɛ̃, jɛn] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
- Phénicien(ne)
-
phénicien [fenisjɛ͂] ΟΥΣ αρσ
- phénicien
-
phénicien(ne) [fenisjɛ͂, jɛn] ΕΠΊΘ
- phénicien(ne)
-
Phénicien(ne) [fenisjɛ͂, jɛn] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
- Phénicien(ne)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.