officin|al (officinale) <αρσ πλ officinaux> [ɔfisinal, o] ΕΠΊΘ
1. officinal (utilisé en pharmacie):
- officinal (officinale) herbe, plante
- officinal
2. officinal (inscrit dans une pharmacopée):
- officinal (officinale) remède
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.