Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
-
- rhumatismes αρσ πλ musculaires
-
- méthode de gymnastique basée sur les micro-mouvements musculaires
- bodybuilding exercise
-
- muscular disease, tissue
-
στο λεξικό PONS
musculaire [myskylɛʀ] ΕΠΊΘ
musculaire [myskylɛʀ] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.