Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
ultérieur (ultérieure) [ylteʀjœʀ] ΕΠΊΘ
ultérieur développement, œuvre, génération:
- ultérieur (ultérieure)
-
montage [mɔ̃taʒ] ΟΥΣ αρσ
2. montage (assemblage):
4. montage (de pierre précieuse):
στο λεξικό PONS
montage [mɔ̃taʒ] ΟΥΣ αρσ
1. montage (assemblage):
montage [mo͂taʒ] ΟΥΣ αρσ
1. montage (assemblage):
Λεξιλόγιο τεχνολογίας ψύξης της GEA
montage ultérieur
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- monsieur
- monstre
- monstrueusement
- monstrueux
- monstruosité
- montage ultérieur
- montagnard
- montagne
- montagneux
- Montana
- montant