I. manœuvr|ier (manœuvrière) [manœvʀije, ɛʀ] ΕΠΊΘ
- manœuvrier (manœuvrière) personne
-
- manœuvrier (manœuvrière) qualités
-
II. manœuvr|ier (manœuvrière) [manœvʀije, ɛʀ] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
- manœuvrier (manœuvrière)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.