lustr|al (lustrale) <αρσ πλ lustraux> [lystʀal, o] ΕΠΊΘ
1. lustral (purificateur):
- lustral (lustrale)
- lustral
2. lustral (quinquennal):
- lustral (lustrale)
- lustral
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.