Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. eczémat|eux (eczémateuse), exémateux (exémateuse) [eɡzematø, øz] ΕΠΊΘ
1. eczémateux affection, éruption:
- eczémateux (eczémateuse)
-
2. eczémateux personne:
- eczémateux (eczémateuse)
-
II. eczémat|eux (eczémateuse), exémateux (exémateuse) [eɡzematø, øz] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
- eczémateux (eczémateuse)
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.