Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. jacass|eur (jacasseuse) [ʒakasœʀ, øz] ΕΠΊΘ
- jacasseur (jacasseuse) oiseau
-
- jacasseur (jacasseuse) personne
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.