Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. incroyant (incroyante) [ɛ̃kʀwajɑ̃, ɑ̃t] ΕΠΊΘ
- incroyant (incroyante)
- unbelieving προσδιορ
II. incroyant (incroyante) [ɛ̃kʀwajɑ̃, ɑ̃t] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
- incroyant (incroyante)
-
-
- incroyant/-e αρσ/θηλ
- unbelieving ΘΡΗΣΚ
- incroyant
στο λεξικό PONS
I. incroyant(e) [ɛ̃kʀwajɑ̃, jɑ̃t] ΕΠΊΘ
- incroyant(e)
-
II. incroyant(e) [ɛ̃kʀwajɑ̃, jɑ̃t] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
- incroyant(e)
-
I. incroyant(e) [ɛ͂kʀwajɑ͂, jɑ͂t] ΕΠΊΘ
- incroyant(e)
-
II. incroyant(e) [ɛ͂kʀwajɑ͂, jɑ͂t] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
- incroyant(e)
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.