expansionniste [ɛkspɑ̃sjɔnist] ΕΠΊΘ ΟΥΣ αρσ θηλ
- expansionniste
-
- une politique à visée expansionniste/internationale
-
-
- expansionniste αρσ θηλ
-
- expansionniste
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.