I. eczémat|eux (eczémateuse), exémateux (exémateuse) [eɡzematø, øz] ΕΠΊΘ
1. eczémateux affection, éruption:
- eczémateux (eczémateuse)
-
2. eczémateux personne:
- eczémateux (eczémateuse)
-
II. eczémat|eux (eczémateuse), exémateux (exémateuse) [eɡzematø, øz] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
- eczémateux (eczémateuse)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.