euristique
euristique → heuristique
I. heuristique [øʀistik] ΕΠΊΘ
heuristique approche, méthode, solution:
II. heuristique [øʀistik] ΟΥΣ θηλ
1. heuristique (ensemble de règles):
-
- heuristics + ρήμα ενικ
2. heuristique (procédure):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.