empâtement [ɑ̃pɑtmɑ̃] ΟΥΣ αρσ
1. empâtement (de corps, visage):
- empâtement
-
2. empâtement (de la langue):
- empâtement
-
3. empâtement ΤΕΧΝΟΛ (en peinture):
- empâtement
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.