Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
illettrisme [iletʀism] ΟΥΣ αρσ
illettré (illettrée) [iletʀe] ΕΠΊΘ ΟΥΣ αρσ (θηλ)
- illettré (illettrée)
-
στο λεξικό PONS
illettrisme [iletʀism] ΟΥΣ αρσ
illettré(e) [i(l)letʀe] ΕΠΊΘ ΟΥΣ αρσ(θηλ)
illettrisme [iletʀism] ΟΥΣ αρσ
illettré(e) [i(l)letʀe] ΕΠΊΘ ΟΥΣ αρσ(θηλ)
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- dilatation
- dilater
- dilatoire
- dilemme
- dilettante
- dillettrisme
- diluant
- diluer
- dilution
- diluvien
- dimanche