Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
homosexu|el (homosexuelle) [omɔsɛksɥɛl] ΕΠΊΘ ΟΥΣ αρσ (θηλ)
- homosexuel (homosexuelle)
-
homosexualité [omɔsɛksɥalite] ΟΥΣ θηλ
métrosexu|el (métrosexuelle) [metʀosɛksɥɛl] ΕΠΊΘ ΟΥΣ αρσ (θηλ)
- métrosexuel (métrosexuelle)
-
hétérosexu|el (hétérosexuelle) [eteʀɔsɛksɥɛl] ΕΠΊΘ ΟΥΣ αρσ (θηλ)
- hétérosexuel (hétérosexuelle)
-
στο λεξικό PONS
I. homosexuel(le) [ɔmɔsɛksɥɛl] ΕΠΊΘ
- homosexuel(le)
-
II. homosexuel(le) [ɔmɔsɛksɥɛl] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
- homosexuel(le)
-
hétérosexuel(le) [eteʀosɛksɥɛl] ΕΠΊΘ ΟΥΣ αρσ(θηλ)
homosexualité [ɔmɔsɛksɥalite] ΟΥΣ θηλ
I. homosexuel(le) [ɔmɔsɛksʏɛl] ΕΠΊΘ
- homosexuel(le)
-
II. homosexuel(le) [ɔmɔsɛksʏɛl] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
- homosexuel(le)
-
homosexualité [ɔmɔsɛksʏalite] ΟΥΣ θηλ
hétérosexuel(le) [eteʀosɛksʏɛl] ΕΠΊΘ ΟΥΣ αρσ(θηλ)
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Αναζήτηση στο λεξικό
- dévoyer
- dextérité
- dextre
- dextrine
- dézinguer
- dhomosexuels
- dia
- diabète
- diabétique
- diable
- diablement