chancelière [ʃɑ̃səljɛʀ] ΟΥΣ θηλ
1. chancelière (en Allemagne, Autriche):
- chancelière
-
2. chancelière (épouse du chancelier):
- chancelière
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.