I. cachottier (cachottière), cachotier (cachotière) [kaʃɔtje, ɛʀ] ΕΠΊΘ
- cachottier (cachottière)
-
II. cachottier (cachottière), cachotier (cachotière) [kaʃɔtje, ɛʀ] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
- cachottier (cachottière)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.