agrammatic|al (agrammaticale) <αρσ πλ agrammaticaux> [aɡʀamatikal, o] ΕΠΊΘ ΓΛΩΣΣ
- agrammatical (agrammaticale)
-
- agrammatical
- agrammatical
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.