I. abyssin (abyssine) [abisɛ̃, in] ΕΠΊΘ ΙΣΤΟΡΊΑ
- abyssin (abyssine)
-
II. abyssin ΟΥΣ αρσ
abyssin αρσ ΖΩΟΛ:
- abyssin
-
Abyssin (Abyssine) [abisɛ̃, in] ΟΥΣ αρσ (θηλ) ΙΣΤΟΡΊΑ
- Abyssin (Abyssine)
-
-
- chat αρσ abyssin
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.