sur·gi·cal [ˈsɜ:ʤɪkəl] ΕΠΊΘ
1. surgical (used by surgeons):
- surgical gloves, instruments
-
2. surgical (orthopaedic):
- surgical
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.