phari·sa·ic(al) [ˌfærɪˈseɪɪk(əl)] ΕΠΊΘ
1. pharisaic(al) (of Jewish sect):
- pharisaic(al)
-
2. pharisaic(al) (hypocritical):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.