out·ra·geous [ˌaʊtˈreɪʤəs] ΕΠΊΘ
1. outrageous:
3. outrageous (exaggerated):
-  outrageous
 -  
 
-  outrageous story, statement
 -  
 
-  outrageous lie
 -  
 
4. outrageous επιβεβαιωτ αργκ (excellent):
-  outrageous
 -  
 
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.