in·flex·ion ΟΥΣ esp βρετ
inflexion ΓΛΩΣΣ → inflection:
in·flec·tion [ɪnˈflekʃən] ΟΥΣ
1. inflection ΓΛΩΣΣ (change in form):
-
- sklanjatev θηλ
- inflection verb
- spregatev θηλ
2. inflection (affixes):
3. inflection (modulation of tone):
-
- modulacija θηλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.