bib·lio·graph·ic [ˌbɪbliə(ʊ)ˈgræfɪk], bib·lio·graphi·cal [ˌbɪbliə(ʊ)ˈgræfɪkəl] ΕΠΊΘ
ortho·graph·ic [ˌɔ:θə(ʊ)ˈgræfɪk] ΕΠΊΘ
photo·graph·ic [ˌfəʊtəˈgræfɪk] ΕΠΊΘ
por·no·graph·ic [ˌpɔ:nəˈgræfɪk] ΕΠΊΘ
1. pornographic (containing pornography):
2. pornographic (obscene):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.