I. vomitory [βρετ ˈvɒmɪt(ə)ri, αμερικ ˈvɑməˌtɔri] ΟΥΣ
1. vomitory ΙΣΤΟΡΊΑ:
- vomitory
- vomitorio αρσ
2. vomitory αρχαϊκ:
- vomitory
- emetico αρσ
3. vomitory (opening through which smoke is discharged):
- vomitory
- sfiatatoio αρσ
II. vomitory [βρετ ˈvɒmɪt(ə)ri, αμερικ ˈvɑməˌtɔri] ΕΠΊΘ
- vomitory
-
- vomitory
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.