στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. utilitarian [βρετ jʊˌtɪlɪˈtɛːrɪən, αμερικ juˌtɪləˈtɛriən] ΟΥΣ ΦΙΛΟΣ
- utilitarian
- utilitarista αρσ θηλ
II. utilitarian [βρετ jʊˌtɪlɪˈtɛːrɪən, αμερικ juˌtɪləˈtɛriən] ΕΠΊΘ
1. utilitarian ΦΙΛΟΣ:
- utilitarian doctrine, ideal
-
2. utilitarian (practical):
στο λεξικό PONS
utilitarian [ju:·ˌtɪ·lə·ˈte·ri·ən] ΕΠΊΘ
- utilitarian
- utilitario, -a
- utilitaristico (-a)
- utilitarian
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- usurping
- usury
- ut
- Utah
- ute
- utilitarian
- utilitarianism
- utility
- utility bill
- utility bond
- utility car