στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
unduly [βρετ ʌnˈdjuːli, αμερικ ˌənˈd(j)uli] ΕΠΊΡΡ
- unduly affected, concerned, optimistic, surprised, inclined
-
- unduly affected, concerned, optimistic, surprised, inclined
-
- unduly flatter, favour, neglect, worry
-
στο λεξικό PONS
unduly [ʌn·ˈdu:·li] ΕΠΊΡΡ
- unduly
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.