trebuchet [βρετ ˈtrɛbjʊʃɛt, ˈtrɛbəʃɛt, αμερικ ˌtrɛbjəˈʃɛt], trebucket [ˈtriːbʌkɪt] ΟΥΣ
1. trebuchet ΙΣΤΟΡΊΑ:
- trebuchet
- trabocco αρσ
2. trebuchet (small balance):
- trebuchet
-
-
- trebuchet
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.