στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. transsexual [βρετ tranzˈsɛkʃʊəl, transˈsɛkʃʊəl, αμερικ træn(t)(s)ˈsɛkʃ(u)əl] ΕΠΊΘ
- transsexual
-
II. transsexual [βρετ tranzˈsɛkʃʊəl, transˈsɛkʃʊəl, αμερικ træn(t)(s)ˈsɛkʃ(u)əl] ΟΥΣ
- transsexual
- transessuale αρσ θηλ
στο λεξικό PONS
I. transsexual [træn·ˈsek·ʃu·əl] ΟΥΣ
- transsexual
- transessuale αρσ θηλ
II. transsexual [træn·ˈsek·ʃu·əl] ΕΠΊΘ
- transsexual
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- transvestite or transsexual prostitute, typically from Brazil