I. transcendentalist [βρετ transɛnˈdɛnt(ə)lɪst, trɑːnsɛnˈdɛnt(ə)lɪst, αμερικ ˌtræn(t)ˌsɛnˈdɛn(t)ləst] ΕΠΊΘ
- transcendentalist
-
II. transcendentalist [βρετ transɛnˈdɛnt(ə)lɪst, trɑːnsɛnˈdɛnt(ə)lɪst, αμερικ ˌtræn(t)ˌsɛnˈdɛn(t)ləst] ΟΥΣ
- transcendentalist
- trascendentalista αρσ θηλ
-
- transcendentalist
-
- transcendentalist
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.