swart [βρετ swɔːt, αμερικ swɔrt], swarth [swɔːθ] ΕΠΊΘ αρχαϊκ or λογοτεχνικό
swart → swarthy
swarthy [βρετ ˈswɔːði, αμερικ ˈswɔrði] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.