I. supersaturated [βρετ ˌsuːpəˈsatʃəreɪtɪd] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
supersaturated → supersaturate
II. supersaturated [βρετ ˌsuːpəˈsatʃəreɪtɪd] ΕΠΊΘ
- supersaturated
-
supersaturate [βρετ suːpəˈsatʃəreɪt, αμερικ ˌsupərˈsætʃəˌreɪt] ΡΉΜΑ μεταβ
-
- supersaturated
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.