

- stemma (family tree)
- albero αρσ genealogico
- stemma (pedigree)
- pedigree αρσ
- stemma
- ocello αρσ


- ocello ΖΩΟΛ (occhio)
- stemma
- albero genealogico
- stemma
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.