schoolman, Schoolman [βρετ ˈskuːlmən, αμερικ ˈskulmən, ˈskulˌmæn] ΟΥΣ <πλ schoolmen> ΙΣΤΟΡΊΑ
- schoolman
- scolastico αρσ
-
- schoolman
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.