στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
 
  
 savagely [βρετ ˈsavɪdʒli, αμερικ ˈsævɪdʒli] ΕΠΊΡΡ
1. savagely beat, attack:
-  savagely
-  
2. savagely μτφ:
-  savagely criticize, satirize
-  
-  savagely hostile, critical
-  
 
  
 στο λεξικό PONS
savagely ΕΠΊΡΡ
1. savagely attack:
-  savagely
-  
2. savagely criticize:
-  savagely
-  
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
