

psychophysiological [βρετ ˌsʌɪkəʊfɪzɪəˈlɒdʒɪk(ə)l, αμερικ ˌsaɪkəˌfɪziəˈlɑdʒək(ə)l] ΕΠΊΘ
- psychophysiological
-


-
- psychophysiological
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.