στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
- presidential election, government, office, policy, term
-
presidential [βρετ prɛzɪˈdɛnʃ(ə)l, αμερικ ˌprɛzəˈdɛn(t)ʃ(ə)l] ΕΠΊΘ
- presidential election, government, office, policy, term
-
- presidential race, candidate
-
- presidential adviser
-
election [βρετ ɪˈlɛkʃ(ə)n, αμερικ əˈlɛkʃ(ə)n] ΟΥΣ
1. election (ballot):
στο λεξικό PONS
presidential election ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.