I. predicant [βρετ ˈprɛdɪk(ə)nt] ΟΥΣ ΙΣΤΟΡΊΑ
- predicant
- predicatore αρσ
II. predicant [βρετ ˈprɛdɪk(ə)nt] ΕΠΊΘ ΙΣΤΟΡΊΑ
- predicant
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.