petroliferous [βρετ ˌpɛtrəˈlɪf(ə)rəs, αμερικ ˌpɛtrəˈlɪfərəs] ΕΠΊΘ
- petroliferous
-
-
- petroliferous
-
- petroliferous
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.