I. oligopsonist [ˌɒlɪˈɡɒpsənɪst] ΕΠΊΘ
- oligopsonist
-
II. oligopsonist [ˌɒlɪˈɡɒpsənɪst] ΟΥΣ
- oligopsonist
- oligopsonista αρσ θηλ
-
- oligopsonist
-
- oligopsonist
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.