I. occultist [βρετ əˈkʌltɪst, ˈɒkʌltɪst, αμερικ əˈkəltəst] ΕΠΊΘ
- occultist
-
II. occultist [βρετ əˈkʌltɪst, ˈɒkʌltɪst, αμερικ əˈkəltəst] ΟΥΣ
- occultist
- occultista αρσ θηλ
-
- occultist
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.