I. obturator [βρετ ˈɒbtjʊəreɪtə, αμερικ ˈɑbt(j)əˌreɪdər] ΕΠΊΘ ΑΝΑΤ
- obturator muscle
-
- obturator nerve
-
II. obturator [βρετ ˈɒbtjʊəreɪtə, αμερικ ˈɑbt(j)əˌreɪdər] ΟΥΣ
1. obturator ΤΕΧΝΟΛ:
- obturator
- otturatore αρσ
2. obturator ΑΝΑΤ:
- obturator
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.