 
  
 merchantable [βρετ ˈməːtʃ(ə)ntəb(ə)l, αμερικ ˈmərtʃən(t)əb(ə)l] ΕΠΊΘ
2. merchantable (which could sell well):
-  merchantable
-  
3. merchantable (saleable):
-  merchantable quality
-  
 
  
 -  
-  merchantable
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
