I. isolationist [βρετ ʌɪsəˈleɪʃ(ə)nɪst, αμερικ ˌaɪsəˈleɪʃənəst] ΟΥΣ
- isolationist
- isolazionista αρσ θηλ
II. isolationist [βρετ ʌɪsəˈleɪʃ(ə)nɪst, αμερικ ˌaɪsəˈleɪʃənəst] ΕΠΊΘ
- isolationist
-
- isolationist
-
-
- isolationist
-
- isolationist
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.